κηφηνώδεις

κηφηνώδεις
κηφηνώδης
like (that of) a drone
masc/fem acc pl
κηφηνώδης
like (that of) a drone
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κηφηνώδης — κηφηνώδης, ῶδες (Α) [κηφήν] 1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.) 2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής 3. (για πρόσ.) αργός, νωθρός («κηφηνώδης καὶ γέρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”